καμήλια

καμήλια
καμήλιον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καμήλι — το (AM καμήλιον, Μ και καμήλιν) (υποκορ. τού κάμηλος) 1. μικρή καμήλα 2. (αργότ. και χωρίς υποκορ. σημασία) καμήλα («ἔστειλε καὶ καμήλια διακόσια φορτωμένα», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + υποκορ. κατάλ. ιον*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”